ἐκ-βρασμός

ἐκ-βρασμός

ἐκ-βρασμός, ὁ, = ἔκβρασις, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βρασμός — boiling up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρασμός — Φαινόμενο που συμβαίνει όταν η τάση των ατμών ενός υγρού –με τη μεταβολή είτε της θερμοκρασίας είτε της πίεσης– υπερβεί την εξωτερική πίεση. Είναι λοιπόν δυνατόν να πετύχουμε β. είτε υψώνοντας τη θερμοκρασία είτε μειώνοντας την πίεση. Με τις… …   Dictionary of Greek

  • βρασμός — ο 1. τοκόχλασμα, η βράση, το βράσιμο. 2. μτφ., η παραφορά, το πάθος: Υποστήριξε ότι έκανε το έγκλημα σε βρασμό ψυχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρασμοῖς — βρασμός boiling up masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρασμοῖσι — βρασμός boiling up masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρασμοῖσιν — βρασμός boiling up masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρασμοί — βρασμός boiling up masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρασμοῦ — βρασμός boiling up masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρασμούς — βρασμός boiling up masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρασμῶν — βρασμός boiling up masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρασμῷ — βρασμός boiling up masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”