- πεταυρίζω
πεταυρίζω, auf dem Seile tanzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεταυρίζω, auf dem Seile tanzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεταυρίζω — ΝΑ και πετευρίζομαι Α [πέταυρον / πέτευρον] πηδώ ή χορεύω επάνω σε πέταυρο, κάνω ακροβατικές κινήσεις … Dictionary of Greek
πεταυρισμός — ο, ΝΑ, και πετευρισμός Α [πεταυρίζω / πετευρίζομαι] χορός ή αναπήδηση πάνω σε πέταυρο, ακροβασία πάνω σε λεπτό και ελαστικό σανίδι … Dictionary of Greek
πεταυριστής — ο, ΝΑ, και πετευριστής Α [πεταυρίζω / πετευρίζομαι] ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο … Dictionary of Greek
πετευρίζομαι — Α βλ. πεταυρίζω … Dictionary of Greek