- ἐκ-χρέμπτομαι
ἐκ-χρέμπτομαι, aushusten, -spucken, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-χρέμπτομαι, aushusten, -spucken, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρέμπτομαι — Α (αποθ.) 1. βήχω για να βγάλω φλέμα από τους βρόγχους, για να φτύσω το απόχρεμμα, βγάζω ρόχαλο 2. φρ. «αἱματῶδες χρέμπτομαι» εκβάλλω αίμα με βήξιμο (Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρέμπτομαι, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να συνδεθεί με το ρ.… … Dictionary of Greek
χρεμπτομένων — χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp fem gen pl χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμψάμενον — χρέμπτομαι clear one s throat aor part mp masc acc sg χρέμπτομαι clear one s throat aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμπτομένη — χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμπτομένοις — χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμπτομένοισι — χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμπτόμενοι — χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμπτόμενος — χρέμπτομαι clear one s throat pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεμψάμενος — χρέμπτομαι clear one s throat aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρέμπτεσθαι — χρέμπτομαι clear one s throat pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρέμπτεται — χρέμπτομαι clear one s throat pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)