ἐκ-χρηματίζομαι

ἐκ-χρηματίζομαι

ἐκ-χρηματίζομαι, Geld erpressen, τινά, von Einem; Thuc. 8, 87; D. Cass. 53, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρηματίζομαι — χρηματίζομαι, χρηματίστηκα βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: χρηματίζω – χρηματίζομαι : η έννοια διαφοροποιείται. Το χρηματίζω σημαίνει → ασκώ (κυρίως δημόσια) υπηρεσία. Το χρηματίζομαι → δωροδοκούμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρηματίζομαι — χρηματίζω negotiate pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… …   Dictionary of Greek

  • χρηματίζω — χρηματίζω, χρημάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: χρηματίζω – χρηματίζομαι : η έννοια διαφοροποιείται. Το χρηματίζω σημαίνει → ασκώ (κυρίως δημόσια) υπηρεσία. Το χρηματίζομαι → δωροδοκούμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκχρηματίζομαι — ἐκχρηματίζομαι (Α) 1. χρηματίζομαι σε βάρος άλλου, πιέζοντας κάποιον τού παίρνω χρήματα, αργυρολογώ* 2. εισπράττω συνεισφορές …   Dictionary of Greek

  • περιποιώ — περιποιῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. παρέχω, δίνω (α. «η παρουσία σας μάς περιποιεί μεγάλη τιμή» β. «σφόδρ ἄν Αρτεμισίαν πειραθῆναι περιποιῆσαι Ῥόδον αὐτῷ», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. (κυρίως το μέσ.) περιποιούμαι και περιποιέμαι α) παρέχω περιποίηση, εξυπηρετώ,… …   Dictionary of Greek

  • ՀՐԱՄԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0132 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c գ. κέλευμα, πρόσταγμα, ἑπιταγή , σύνταγμα jussum, mandatum, praeceptum, edictum, licentia, permissio χρηματισμός oraculum, decretum եւն. (լծ. պ. ֆէրման. յն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԱՀԱԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0586 Chronological Sequence: Early classical չ. χρηματίζομαι operam do. Պահակ՝ այսինքն պաշտպան եւ ջատագով լինել իմիք. փոյթ տանել. *Վասն բժժանացն թէ հազար ոք ճարտարախօսիցէ յայնցանէ՝ որք այնմ պահակիցեն, կռապաշտութեան իրք են. Ոսկ. կողոս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԻՏԱՌՈՑԻՄ — ( ) NBH 2 0651 Chronological Sequence: 10c ձ. ՊԻՏԱՌՈՑԻԼ. Ի պէտս առեալ լինել. ʼի կիր արկանիլ. շահաւորիլ որպէս χράομαι եւ χρηματίζομαι utor եւ quaestum facio. *Ոչ պիտառոցի ինչ կցորդութիւն կենաց մարդկան: Զպիտառոցեալ պէտս արտաքնոցն ʼի մաքրութիւն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • εκβιάζω — εκβίασα, εκβιάστηκα, εκβιασμένος, μτβ. 1. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία ή με απειλές ή με ηθικές πιέσεις να κάνει ή να μην κάνει κάτι. 2. πετυχαίνω κάτι με βία, απειλή ή πίεση: Εκβίασε τη συγκατάθεσή μου. 3. χρηματίζομαι με εκβιαστικά μέσα: Έκανε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυγώ — και τρυγάω τρύγησα, τρυγήθηκα, τρυγημένος, μτβ. και αμτβ. 1. συγκομίζω, μαζεύω καρπούς (κυρίως σταφύλια ή μέλι από κυψέλες): Τρυγάει τ αμπέλι. 2. μτφ., εκμεταλλεύομαι την αδυναμία κάποιου και χρηματίζομαι σε βάρος του, τον αρμέγω: Τους τρυγάει ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”