- ἐκ-φάντωρ
ἐκ-φάντωρ, ορος, ὁ, Offenbarer, Dion. Areop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-φάντωρ, ορος, ὁ, Offenbarer, Dion. Areop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φάντωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που επιδεικνύει ή φανερώνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν τού φαίνω* + επίθημα τωρ (πρβλ. λυμάν τωρ)] … Dictionary of Greek
ιεροφάντωρ — ἱεροφάντωρ, ὁ (Α) (ο Ησύχ. για τον Ιουλιανό) ἱεροφάντης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φάντωρ (< φάντωρ < φαίνω), πρβλ. θεο φάντωρ, ουρανο φάντωρ] … Dictionary of Greek
θεοφάντωρ — θεοφάντωρ, ὁ (Μ) αυτός που αποκαλύπτει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. εκ φάντωρ, ουρανο φάντωρ] … Dictionary of Greek
ουρανοφάντωρ — ο (ΑΜ οὐρανοφάντωρ, ορος) (ως προσωνυμία τού Μεγάλου Βασιλείου) αυτός που εκπέμπει λάμψη η οποία φτάνει ώς τον ουρανό ή αυτός που αποκαλύπτει τα ουράνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. ιερο φάντωρ] … Dictionary of Greek
φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… … Dictionary of Greek