- ἐκ-φάτως
ἐκ-φάτως, ausdrücklich, offenbar, Aesch. Ag. 714.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-φάτως, ausdrücklich, offenbar, Aesch. Ag. 714.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φατώς — Α επίρρ. βλ. φατός (Ι) … Dictionary of Greek
φατός — (I) ή, όν, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος 2. αυτός για τον οποίο πρέπει ή μπορεί να γίνει λόγος («τὸ μήτε φατὸν μήτε ῥητὸν κάλλος», Πλούτ.) 3. μτφ. περίφημος, ξακουστός. επίρρ... φατῶς Α ρητώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ τής συνεσταλμένης… … Dictionary of Greek