- ἐκ-φλύσσω
ἐκ-φλύσσω, heraussprudeln, nur aor. γόον ἐκφλύξαι, dem Schmerze Luft machen, Ap. Rh. 1, 275.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-φλύσσω, heraussprudeln, nur aor. γόον ἐκφλύξαι, dem Schmerze Luft machen, Ap. Rh. 1, 275.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλυσσώσα — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαινομένη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φλύω / φλύζω με σημ. «φλυαρώ» (βλ. λ. φλύω), μέσω μιας σημ. «λέω λόγια οργισμένα, παραληρώ», και αποτελεί τη μτχ. ενός αμάρτυρου ενεστώτα *φλυσσῶ σχηματισμένου από το ρ. φλύσσω (βλ … Dictionary of Greek