- ἐκ-φεύξιμος
ἐκ-φεύξιμος, zu entfliehen, gehol. Ap. Rh. 1, 246.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-φεύξιμος, zu entfliehen, gehol. Ap. Rh. 1, 246.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φεύξιμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύξιμος — ον, Α [φεῡξις] 1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος* («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός» … Dictionary of Greek
φεύξιμον — φεύξιμος masc/fem acc sg φεύξιμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύξιμα — φεύξιμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφεύξιμος — ον, Α ἐκφεύξιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φεύξιμος (< φεῦξις / φῦξις «φυγή»)] … Dictionary of Greek