ἐκ-φαυλισμός

ἐκ-φαυλισμός

ἐκ-φαυλισμός, , die Verkleinerung, Verachtung, Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαυλισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλισμός — ὁ, ΜΑ [φαυλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φαυλίζω* …   Dictionary of Greek

  • φαυλισμοῦ — φαυλισμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλισμῷ — φαυλισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλισμόν — φαυλισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • устрашение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (ἀθυμία) страх, малодушие; (φαυλισμός), презрение,… …   Словарь церковнославянского языка

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • φαύλισμα — ίσματος, τὸ, Α [φαυλίζω] φαυλισμός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”