ἐκ-φυάς

ἐκ-φυάς

ἐκ-φυάς, άδος, ἡ, der Auswuchs, das Anhängsel, Arist. part. anim. 3, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυάς — άδος, ἡ, ΜΑ παραφυάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύω + κατάλ. άς, άδος κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε φυάς (πρβλ. παρα φυάς)] …   Dictionary of Greek

  • φυᾶς — φυή growth fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυάς — φυά̱ς , φυή growth fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποφυάς — άδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόφυσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φυάς (< φύω, φύομαι), πρβλ. ἐκ φυάς] …   Dictionary of Greek

  • APUA — I. APUA oppid. Liquriae, in THusciae confinio amplum, ad Macram fluv. cuius incolae Apuani Livio. Hodie Pontremoli, teste Iustinianô dicitur. Vide Cluver. Ital. Ant. l. 1. c. 10. Subest magno Duci Hetruriae, qui id redemit ab Hispanis, paucis ab… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παραφυάδα — η / παραφυάς, άδος, ΝΜΑ νέος βλαστός που αναπτύσσεται από το υπόγειο τμήμα τού κορμού ή από τη ρίζα τού φυτού, κατά μήκος τής επιφάνειας τού εδάφους και δίνει γένεση σε νέα φυτάρια, κν. παραπούλι, παραβλάσταρο, κωλορίζι 2. μτφ. διακλάδωση,… …   Dictionary of Greek

  • φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”