- ἐκ-τίννῡμι
ἐκ-τίννῡμι od. ἐκτίνῡμι, = Folgdm; τὴν δίκην ἐκτινύντων, partic., D. Sic. 16, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-τίννῡμι od. ἐκτίνῡμι, = Folgdm; τὴν δίκην ἐκτινύντων, partic., D. Sic. 16, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανταποτίνω — (Α ἀνταποτίνω και τίννυμι, Μ νύω) ανταποδίδω, ξεπληρώνω … Dictionary of Greek
μετατίννυμι — (Μ) πληρώνω έπειτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + τίννυμι «πληρώνω, τιμωρώ»] … Dictionary of Greek