ἐκ-τομή

ἐκ-τομή

ἐκ-τομή, , das Ausschneiden, der Ausschnitt; Plut. Alc. 16; γῆς Pomp. 41, ein ausgeschnittenes Stück. – Gew. das Verschneiden; Her. 3, 48; Plat. Conv. 195 c u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τομή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) τομός cutting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική …   Dictionary of Greek

  • τομή — η 1. διαίρεση, κόψιμο: Βαθιά τομή. 2. (μαθημ.), σύνολο σημείων κοινών σε δύο γραμμές ή επιφάνειες. – Κωνική τομή. 3. σχεδιάγραμμα κτιρίου, μηχανής κτλ., που τέμνονται υποθετικά από επίπεδο, για να είναι ορατοί οι εσωτερικοί χώροι: Τομή κατά μήκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τομῇ — τομάω need cutting pres subj mp 2nd sg (doric) τομάω need cutting pres ind mp 2nd sg (doric) τομάω need cutting pres subj act 3rd sg (doric) τομάω need cutting pres ind act 3rd sg (doric) τομάω need cutting pres subj mp 2nd sg (epic ionic) τομάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τομῆ — Τομεύς one that cuts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομῆ — τομεύς one that cuts masc nom/voc/acc dual τομεύς one that cuts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τομῇ — Τομῆι , Τομεύς one that cuts masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καισαρική τομή — Χειρουργική επέμβαση σε εγκύους, κατά την οποία ο τοκετός διεξάγεται μετά από τομή στο πρόσθιο κοιλιακό και μητρικό τοίχωμα. Στη μυθολογία αναφέρονται γεννήσεις μετά από τομή της κοιλιάς των εγκύων, όπως η γέννηση του Διονύσου από τη Σεμέλη και… …   Dictionary of Greek

  • κωνική τομή — Βλ. λ. κώνος (κωνική τομή) …   Dictionary of Greek

  • χρυσή τομή — Εάν δοθεί ένα ευθύγραμμο τμήμα s, ονομάζεται χ.τ. του ένα τμήμα του, έστω m το οποίο είναι μέσο ανάλογο μεταξύ ολόκληρου του τμήματος και του υπόλοιπου (s – m), δηλαδή s : m = m : (s – m). Επειδή, όταν 4 μεγέθη είναι ανάλογα, είναι και τα μέτρα… …   Dictionary of Greek

  • τομῆι — τομῇ , τομάω need cutting pres subj mp 2nd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres ind mp 2nd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres subj act 3rd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres ind act 3rd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”