ἐκ-τομάς

ἐκ-τομάς

ἐκ-τομάς, άδος, ἡ, eine kleine Thür im Thore, Aen. Tact.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τομάς — clearing fem nom sg τομά̱ς , τομή fem acc pl τομά̱ς , τομός cutting fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τόμας, Ντίλαν Μάρλες — (Thomas, Σουάνση, Ουαλλία 1914 – Νέα Υόρκη 1953). Άγγλος ποιητής. Εκδηλώνοντας πρόωρα την ποιητική του διάθεση, δημοσίευσε, παιδί ακόμα, τους πρώτους στίχους του στην επιθεώρηση του σχολείου του. Το 1934 τον ανακάλυψε η αγγλική κριτική με την… …   Dictionary of Greek

  • τομάς — άδος, ἡ, Α 1. δ. αν. τού ἀποτομάς, ανωμ. θηλ. τού απότομος 2. ξέφωτο σε δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τομή + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. στολ άς)] …   Dictionary of Greek

  • Τόμας Χανς — (Thoma, 1839 – 1924). Γερμανός ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στο Ντίσελντορφ και συμπλήρωσε την καλλιτεχνική του κατάρτιση στην Ιταλία, μελετώντας την τέχνη της Αναγέννησης, καθώς και στο Παρίσι. Η ιταλική Αναγέννηση, η παλαιά γερμανική τέχνη και …   Dictionary of Greek

  • τομᾶς — τομᾶ̱ς , τομάω need cutting pres ind act 2nd sg (doric) τομεύς one that cuts masc acc pl τομή fem gen sg (doric aeolic) τομός cutting fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκέινσμπορο, Τόμας — (Thomas Gainsborough, Σάντμπερι, Σάφοκ 1727 – Λονδίνο 1788). Άγγλος ζωγράφος. Με την έμφυτη χρωματική ευαισθησία του και την έντονη ερευνητική του διάθεση, δημιούργησε ένα προσωπικό λυρικό ύφος, που ήταν επηρεασμένο από τη ζωγραφική του Άντον Βαν …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Τόμας — I (Thomas Mun, Λονδίνο 1571 – 1641). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν έμπορος στην Ιταλία και στην Ανατολή, ανέλαβε κατόπιν διευθυντική θέση στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (1615). Κύριος εκπρόσωπος της τάσης που αργότερα ονομάστηκε μερκαντιλισμός… …   Dictionary of Greek

  • Μουρ, Τόμας — I (Sir Thomas More, Λονδίνο 1478 – 1535). Άγγλος πολιτικός και ανθρωπιστής. Μορφή πρώτου μεγέθους στην αυλή του Ερρίκου H’, υπήρξε, από το 1532, καγκελάριος του βασιλείου. Δεν δέχτηκε να ταχθεί υπέρ του διαζυγίου μεταξύ του Ερρίκου και της… …   Dictionary of Greek

  • Σέρατον, Τόμας — (Sheraton). Ονομαστός Άγγλος επιπλοποιός (1751 1806). Εργάστηκε βασικά στο Λονδίνο, όπου κατόρθωσε να επιβληθεί χάρη στα νέου ρυθμού έπιπλά του, που είναι γνωστά σήμερα ως έπιπλα ρυθμού Σ. Ο Σ. κυκλοφόρησε το 1791 μια καλαίσθητη έκδοση με τον… …   Dictionary of Greek

  • Άντριους, Τόμας — (Thomas Andrews, Μπέλφαστ 1813 – 1885). Ιρλανδός χημικός και φυσικός. Μετά τις γυμνασιακές σπουδές στη γενέτειρά του, πήγε το 1828 στη Γλασκόβη για να σπουδάσει χημεία κοντά στον Σκοτσέζο Τόμας Τόμσον, έναν από τους ανακαινιστές της διδασκαλίας… …   Dictionary of Greek

  • Γκόρντον, Τόμας — (Thomas Gordon, ; – 1841).Σκοτσέζος στρατιωτικός. Υπήρξε από τους πρώτους φιλέλληνες που πήραν ενεργό μέρος στον Αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Ο Γ. με άλλους φιλέλληνες έφτασε με πλοίο από τη Μασσαλία στο ελληνικό στρατόπεδο των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”