πιτυλίζω

πιτυλίζω

πιτυλίζω, = πιτυλεύω, bes. in der Fechtkunst von einer schnellen Bewegung der Hände; Schol. Ar. Vesp. 678 u. Suid.; Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πιτυλίζω — practise regular swinging of the arms pres subj act 1st sg πιτυλίζω practise regular swinging of the arms pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυλίζω — Α [πίτυλος] 1. εκτελώ κανονικές, ρυθμικές κινήσεις όπως οι κωπηλάτες ή αυτοί που ασκούνται με βάρη ή με κορύνες 2. ρίχνω, εκσφενδονίζω υγρό εδώ κι εκεί, ολόγυρα, πιτσυλίζω …   Dictionary of Greek

  • πιτυλίζειν — πιτυλίζω practise regular swinging of the arms pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυλίζουσαν — πιτυλίζω practise regular swinging of the arms pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτσυλίζω — και δ. γρφ. πιτσιλίζω και πιτσιλώ, άω, Ν πετώ, εκσφενδονίζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνες υγρού, ιδίως ακάθαρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτσυλίζω < αρχ. πιτυλίζω < πίτυλος «κρότος τού κουπιού που χτυπά το νερό». Ο τ. πιτσιλώ σχηματίστηκε κατά… …   Dictionary of Greek

  • πιτυλεύω — Α [πίτυλος] 1. (στην κωπηλασία) κουνώ γρήγορα τα χέρια μου 2. (κατ επέκτ.) κωπηλατώ και, γενικά, εκτελώ κάτι με ταχύτητα 3. πιτυλίζω* …   Dictionary of Greek

  • πιτύλισμα — τὸ, Α [πιτυλίζω] 1. κάθε γρήγορη και κανονική κίνηση 2. είδος σωματικής άσκησης με σιδερένια βάρη ή κορύνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”