- ἐκ-τελής
ἐκ-τελής, ές, vollendet; ἀγαϑά, ἄνδρες, Aesch. Pers. 214 Ag. 105; νεανίας, vollständig ausgewachsen, Eur. Ion 780; reif, Δημήτερος ἀκτή Hes. O. 464.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-τελής, ές, vollendet; ἀγαϑά, ἄνδρες, Aesch. Pers. 214 Ag. 105; νεανίας, vollständig ausgewachsen, Eur. Ion 780; reif, Δημήτερος ἀκτή Hes. O. 464.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Τέλης — Τέλευς masc nom pl Τέλευς masc nom/voc pl Τέλης masc acc pl (attic epic doric) Τέλης masc nom/voc pl (doric aeolic) Τέλης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέλης — Κυνικός φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. από τα Μέγαρα. Έγραψε: Περί του μη είναι τέλος ηδονήν, Περί αυτάρκειας, Περί φυγής, Περί πλούτου και αρετής, Περί περιστάσεων κ.ά. Τα αποσπάσματα των έργων του που σώθηκαν, εκδόθηκαν από τον Γερμανό ελληνιστή Ο … Dictionary of Greek
τελῇς — τελέω fulfil pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλης — τελέω fulfil imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελέεσιν — Τέλης masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελέεσσι — Τέλης masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελέεσσιν — Τέλης masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελῶν — Τέλης masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέλεα — Τέλης masc acc sg (epic ionic) Τελέης masc voc sg Τελέης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τέλους — Τέλης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… … Dictionary of Greek