- ἐκ-τειχισμός
ἐκ-τειχισμός, ὁ, Befestigung durch Mauern, Arr. An. 6, 20, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-τειχισμός, ὁ, Befestigung durch Mauern, Arr. An. 6, 20, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τειχισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχισμός — ὁ, Α [τειχίζω] ανέγερση τείχους, τείχιση … Dictionary of Greek
τειχισμοῦ — τειχισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχισμούς — τειχισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχισμῶν — τειχισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχισμῷ — τειχισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχισμόν — τειχισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… … Dictionary of Greek