- πιτυο-τρόφος
πιτυο-τρόφος, Fichten nährend, Alc. Mess. 10 (Plan. 8), Φρυγίη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιτυο-τρόφος, Fichten nährend, Alc. Mess. 10 (Plan. 8), Φρυγίη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριτρόφος — ον, ΜΑ αυτός που τρέφει τη φωτιά («πυριτρόφους ῥιπίδας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσο τρόφος, πιτυο τρόφος] … Dictionary of Greek
πυροτρόφος — ον, Μ (για τον βορρά) αυτός που τρέφει το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. πιτυο τρόφος, σταχυο τρόφος] … Dictionary of Greek