- ἐκ-ταρακτικός
ἐκ-ταρακτικός, ή, όν, beunruhigend, bes. Durchfall erregend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-ταρακτικός, ή, όν, beunruhigend, bes. Durchfall erregend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταρακτικός — disturbing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρακτικός — ή, ό / ταρακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταραχτικός, ή, ό, Ν [ταράκτης] αυτός που προκαλεί ταραχή, ψυχική αναστάτωση, συνταρακτικός (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
ταρακτικά — ταρακτικός disturbing neut nom/voc/acc pl ταρακτικά̱ , ταρακτικός disturbing fem nom/voc/acc dual ταρακτικά̱ , ταρακτικός disturbing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρακτικῶν — ταρακτικός disturbing fem gen pl ταρακτικός disturbing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρακτικόν — ταρακτικός disturbing masc acc sg ταρακτικός disturbing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρακτικώτατα — ταρακτικός disturbing adverbial superl ταρακτικός disturbing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρακτικώτατον — ταρακτικός disturbing masc acc superl sg ταρακτικός disturbing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρακτικαί — ταρακτικός disturbing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρακτικοῖς — ταρακτικός disturbing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρακτικοί — ταρακτικός disturbing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρακτικοῦ — ταρακτικός disturbing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)