ἐκ-τύπωμα

ἐκ-τύπωμα

ἐκ-τύπωμα, τό, das Abgedrückte, bes. erhaben Gearbeitete, Relief, Menand. bei Ath. XI, 484 d; das Abbild, Plat. Tim. 50 d; – βροντῆς, der Ort, wo der Blitz einschlug, l. d. bei Critias frg. 9, 32 p. 62 ed. Bach.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τύπωμα — that which is formed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπωμα — ώματος, το, ΝΜΑ [τυπῶ] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυπώνω, εκτύπωση («δεν άρχισε ακόμη το τύπωμα τού βιβλίου») αρχ. 1. αποτύπωμα («τύπωμα χαλκόπλευρον», Σοφ.) 2. μορφή, σχήμα («τύπωμα μορφής», Ευρ.) 3. αυτό που εντυπώνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • τύπωμα — το, ατος 1. αποτύπωμα, απεικόνισμα, σχήμα: Τύπωμα των ποδιών στην άμμο. 2. εκτύπωση, αναπαραγωγή με την τυπογραφία, δημοσίευση πνευματικής εργασίας: Το τύπωμα του μυθιστορήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυπωμάτων — τύπωμα that which is formed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπώμασιν — τύπωμα that which is formed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπώματα — τύπωμα that which is formed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπώματι — τύπωμα that which is formed neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπώματος — τύπωμα that which is formed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”