- ἐκ-τυμπάνωσις
ἐκ-τυμπάνωσις, ἡ, das trommelartige Anschwellen, γαστρός Strab. XVI, 773.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-τυμπάνωσις, ἡ, das trommelartige Anschwellen, γαστρός Strab. XVI, 773.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμπάνωση — η, Ν ιατρ. τυμπανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο, μέσω ενός ρ. *τυμπανώνω. Η λ., στον λόγιο τ. τυμπάνωσις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek