- ἐκ-τράπεζος
ἐκ-τράπεζος, vom Tisch ausgeschlossen, was nicht auf den Tisch kommen darf, wie die Bohnen bei den Pythagoräern, Luc. Gall. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-τράπεζος, vom Tisch ausgeschlossen, was nicht auf den Tisch kommen darf, wie die Bohnen bei den Pythagoräern, Luc. Gall. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευτράπεζος — εὐτράπεζος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει καλό τραπέζι, που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο φιλόξενος αρχ. 1. αβροδίαιτος, μαλθακός 2. αυτός που συντελεί στην προμήθεια πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ θάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», Πλούτ.).… … Dictionary of Greek
θεοτράπεζος — θεοτράπεζος, ον (Μ) αυτός που ανήκει στο τραπέζι τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τραπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλι τράπεζος, ομο τράπεζος] … Dictionary of Greek
ισοτράπεζος — ἰσοτράπεζος, ον (Α) αυτός που έχει μέγεθος ίσο με το μέγεθος τραπεζιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλι τράπεζος, φιλο τράπεζος] … Dictionary of Greek
κοσσοτράπεζος — κοσσοτράπεζος, ὁ (Α) κωμική ονομασία ανθρώπου που ζούσε ως παράσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσσος + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος, υπνο τράπεζος] … Dictionary of Greek
μικροτράπεζος — μικροτράπεζος, ον (Α) αυτός που παραθέτει λιτή, ευτελή τράπεζα, που τρώει λιτά, φτωχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος] … Dictionary of Greek
μονοτράπεζος — μονοτράπεζος, ον (Α) αυτός που παρέχεται σε ξεχωριστό από τα άλλα τραπέζι («ξένια μονοτράπεζά μοι παρέσχον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος] … Dictionary of Greek
ομοτράπεζος — η, ο (ΑΜ ὁμοτράπεζος, ον) αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας συνέστιος («ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμόσπονδος ἐγένεο», Ηρόδ.) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁμοτράπεζοι τιμητικός τίτλος ορισμένων μεγιστάνων οι… … Dictionary of Greek
συκοτράπεζος — ον, Α αυτός που τρέφεται αποκλειστικά με σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος] … Dictionary of Greek
συντράπεζος — ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α ομοτράπεζος αρχ. φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» συζώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπι τράπεζος] … Dictionary of Greek
υπνοτράπεζος — ὁ, Α κωμ. ονομασία για κάποιο παράσιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. φιλο τράπεζος] … Dictionary of Greek
φιλοτράπεζος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα γεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ὁμο τράπεζος] … Dictionary of Greek