- ἐκ-τροπίας
ἐκ-τροπίας, ὁ, οἶνος, umgeschlagener, verdorbener Wein, Alciphr. 1, 20 Poll. 1, 248.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-τροπίας, ὁ, οἶνος, umgeschlagener, verdorbener Wein, Alciphr. 1, 20 Poll. 1, 248.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροπίας — τροπίᾱς , τροπίας turned masc acc pl τροπίᾱς , τροπίας turned masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) κομμένο, χαλασμένο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω* + κατάλ. ίας (πρβλ. ὀμφακ ίας] … Dictionary of Greek
τροπίαν — τροπίᾱν , τροπίας turned masc acc sg (attic epic doric aeolic) τροπίας turned masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VAPPA — apud Martialem, l. 12. Epigr. 48. v. 13. Imputet ipse Deus nectar mihi, fiet acetum, Et Vaticani perfida vappa cadi: vinum fugiens aut faex vini est, ex Aeolico βάππα pro βάμμα Salmas. Not. ad Tertullian. de Pallio. Cum epithero nobilis, vinum… … Hofmann J. Lexicon universale
τάργανον — (I) τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λυδούς) όξος, ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα ανον (πρβλ. ξό ανον). Η σύνδεση τής λ. τόσο με τον τ. στεργάνος «κοπρώνας» όσο και με τη λ. τρύξ «νέο κρασί» δεν είναι ικανοποιητική ούτε από … Dictionary of Greek
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek