- ἐκ-τρύω
ἐκ-τρύω, aufreiben, τινὰ ἀπ ορίαις App. Civ. 2, 66.
´
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-τρύω, aufreiben, τινὰ ἀπ ορίαις App. Civ. 2, 66.
´
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη … Dictionary of Greek
τρύω — τρύ̱ω , τρύω Erster Bericht pres subj act 1st sg τρύ̱ω , τρύω Erster Bericht pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρῦσθαι — τρύω Erster Bericht perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπώ — τρυπῶ, άω, ΝΜΑ 1. ανοίγω οπή σε κάτι 2. κεντώ με αιχμηρό όργανο 3. μτφ. (για αίσθημα πόνου) διαπερνώ νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) είμαι μυτερός, μπορώ να τσιμπήσω ή να προκαλέσω πληγή («τα αγκάθια τρυπάνε, αν δεν προσέξεις») β) (για πράγμ. και κυρίως… … Dictionary of Greek
τετρυμένα — τετρῡμένα , τρύω Erster Bericht perf part mp neut nom/voc/acc pl τετρῡμένᾱ , τρύω Erster Bericht perf part mp fem nom/voc/acc dual τετρῡμένᾱ , τρύω Erster Bericht perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύσει — τρύ̱σει , τρύω Erster Bericht aor subj act 3rd sg (epic) τρύ̱σει , τρύω Erster Bericht fut ind mid 2nd sg τρύ̱σει , τρύω Erster Bericht fut ind act 3rd sg τρύζω make a low murmuring sound aor subj act 3rd sg (epic) τρύζω make a low murmuring… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύσω — τρύ̱σω , τρύω Erster Bericht aor subj act 1st sg τρύ̱σω , τρύω Erster Bericht fut ind act 1st sg τρύ̱σω , τρύω Erster Bericht aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) τρύζω make a low murmuring sound aor subj act 1st sg τρύζω make a low murmuring sound … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατρύγετος — ἀτρύγετος, ον (Α) 1. άκαρπος, άγονος 2. ακαταπόνητος 3. λαμπρός, καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ήδη αρχαία, ο τ. ατρύγετος < α στερ. + τρυγάω, ώ και σημαίνει «άκαρπος, άγονος», ενώ, κατ άλλους, συνδέεται με το τρύω και… … Dictionary of Greek
τρυτάνη — η, ΝΑ 1. η γλωσσίδα τού ζυγού που δείχνει το βάρος 2. (κατ επέκτ.) ζυγαριά, πλάστιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού ρ. τρύω «βασανίζω, ενοχλώ» (βλ. λ. τρύω), μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *τρυ τός με επίθημα άνη (πρβλ. βο τ άνη … Dictionary of Greek
τρύχω — Α 1. καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ, φθείρω, καταστρέφω («τρύχουσι δὲ οἶκον» κατασπαταλούν την περιουσία, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. α) βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τρύχει τά νουσήματα», Ιπποκρ. β. «γᾱ φθίνουσα τρύχει ψυχάν», Σοφ.) β) (με γεν.) ταλαιπωρώ κάποιον… … Dictionary of Greek
τετρυμένον — τετρῡμένον , τρύω Erster Bericht perf part mp masc acc sg τετρῡμένον , τρύω Erster Bericht perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)