ἐκ-τρωσμός

ἐκ-τρωσμός

ἐκ-τρωσμός, ὁ, = ἔκτρωσις, Arist. H. A. 8, 3 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρωσμός — και τιτρωσμός, ὁ, Α πρόωρη γέννηση, αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. σμός (πρβλ. θρω σμός: θρῴσκω). Το σ τού τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση τού ενεστ.] …   Dictionary of Greek

  • τρωσμοί — τρωσμός miscarriage masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωσμοῦ — τρωσμός miscarriage masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωσμούς — τρωσμός miscarriage masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωσμῶν — τρωσμός miscarriage masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωσμῷ — τρωσμός miscarriage masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτρωσμός — ὁ, Α (εσφ. γρφ·) βλ. τρωσμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”