στατικός — causing to stand masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… … Dictionary of Greek
στατικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί σταμάτημα ή βρίσκεται σε ακινησία: Πήρε στατικά φάρμακα. – Στατικός ηλεκτρισμός. 2. αυτός που αναφέρεται στην ισορροπία των δυνάμεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στατικά — στατικός causing to stand neut nom/voc/acc pl στατικά̱ , στατικός causing to stand fem nom/voc/acc dual στατικά̱ , στατικός causing to stand fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικῶν — στατικός causing to stand fem gen pl στατικός causing to stand masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικόν — στατικός causing to stand masc acc sg στατικός causing to stand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικοῖς — στατικός causing to stand masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικοί — στατικός causing to stand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικοῦ — στατικός causing to stand masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικῆς — στατικός causing to stand fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατικῇ — στατικός causing to stand fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)