ἐκ-στατικός

ἐκ-στατικός

ἐκ-στατικός, ή, όν, 1) von der Stelle bewegend; κίνησις Plut. de prim. frigid. 15; bes. den Geist verrückend oder verzückend, id. de def. orac. 40; Theophr. – 2) von seiner Stelle bewegt, leicht verzückt, verrückt, außer sich; τοῠ λογισμοῠ Arist. Eth. 7, 1, 6 u. oft; καὶ ϑυμώδη τὸ ἦϑος part. anim. 2, 4; μειράκιον ἐκστ. καὶ παραφρονοῠν Plut. educ. lib. 3. – Adv., ἐκστατικῶς ἔχειν, neben δεδοικώς, Plut. Dion. 55.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στατικός — causing to stand masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… …   Dictionary of Greek

  • στατικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί σταμάτημα ή βρίσκεται σε ακινησία: Πήρε στατικά φάρμακα. – Στατικός ηλεκτρισμός. 2. αυτός που αναφέρεται στην ισορροπία των δυνάμεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στατικά — στατικός causing to stand neut nom/voc/acc pl στατικά̱ , στατικός causing to stand fem nom/voc/acc dual στατικά̱ , στατικός causing to stand fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικῶν — στατικός causing to stand fem gen pl στατικός causing to stand masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικόν — στατικός causing to stand masc acc sg στατικός causing to stand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικοῖς — στατικός causing to stand masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικοί — στατικός causing to stand masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικοῦ — στατικός causing to stand masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικῆς — στατικός causing to stand fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στατικῇ — στατικός causing to stand fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”