ἐκ-στράτευσις

ἐκ-στράτευσις

ἐκ-στράτευσις, ἡ, = ἐκστρατεία, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στράτευσις — expedition fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύσει — στράτευσις expedition fem nom/voc/acc dual (attic epic) στρατεύσεϊ , στράτευσις expedition fem dat sg (epic) στράτευσις expedition fem dat sg (attic ionic) στρατεύω advance with an army aor subj act 3rd sg (epic) στρατεύω advance with an army fut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύσεις — στράτευσις expedition fem nom/voc pl (attic epic) στράτευσις expedition fem nom/acc pl (attic) στρατεύω advance with an army aor subj act 2nd sg (epic) στρατεύω advance with an army fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύσεσιν — στράτευσις expedition fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύσηι — στράτευσις expedition fem dat sg (epic) στρατεύσῃ , στρατάω% 2 pres part act fem dat sg (epic ionic) στρατεύσῃ , στρατεύω advance with an army aor subj mid 2nd sg στρατεύσῃ , στρατεύω advance with an army aor subj act 3rd sg στρατεύσῃ , στρατεύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στράτευσιν — στράτευσις expedition fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στράτευση — η / στράτευσις, εύσεως, ΝΑ [στρατεύω (Ι)] νεοελλ. 1. υποχρέωση για υπηρεσία στον στρατό 2. κατάταξη τού στρατευσίμου στον στρατό 3. στρατιωτική υπηρεσία 4. μτφ. α) εθελοντική ή αναγκαστική ανάληψη αγώνα για την υπεράσπιση ή και την καταπολέμηση… …   Dictionary of Greek

  • στρατεύσιμος — η, ο / στρατεύσιμος, ον, ΝΑ [στράτευσις] 1. κατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία («στρατεύσιμος ἡλικία», Ξεν.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατεύσιμος (για πρόσ.) νεαρό άτομο υποχρεωμένο να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία νεοελλ. (νομ.) ο… …   Dictionary of Greek

  • στρατεύσεως — στρατεύσεω̆ς , στράτευσις expedition fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύσῃ — στρατεύσηι , στράτευσις expedition fem dat sg (epic) στρατάω% 2 pres part act fem dat sg (epic ionic) στρατεύω advance with an army aor subj mid 2nd sg στρατεύω advance with an army aor subj act 3rd sg στρατεύω advance with an army fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”