ἐκ-στρατεύσιμος

ἐκ-στρατεύσιμος

ἐκ-στρατεύσιμος, der ins Feld ziehen kann, Schol. Thuc. 6, 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρατεύσιμος — fit for military service masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύσιμος — η, ο / στρατεύσιμος, ον, ΝΑ [στράτευσις] 1. κατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία («στρατεύσιμος ἡλικία», Ξεν.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατεύσιμος (για πρόσ.) νεαρό άτομο υποχρεωμένο να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία νεοελλ. (νομ.) ο… …   Dictionary of Greek

  • στρατεύσιμος — η, ο κατάλληλος για στράτευση ή υποχρεωμένος να στρατευθεί: Κλήθηκαν οι στρατεύσιμοι της 76ης ΕΣΣΟ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατεύσιμον — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem acc sg στρατεύσιμος fit for military service neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευσίμους — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευσίμων — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευσίμῳ — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύσιμα — στρατεύσιμος fit for military service neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύσιμοι — στρατεύσιμος fit for military service masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… …   Dictionary of Greek

  • ανυποταξία — η (Α ἀνυποταξία) απείθεια, ανυπακοή νεοελλ. Στρ. στρατιωτικό αδίκημα κατά το οποίο στρατεύσιμος δεν παρουσιάστηκε για κατάταξη την τακτή ημερομηνία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”