- ἐγρήγορσις
ἐγρήγορσις, ἡ, das Wachsein, die Munterkeit, Hippocr. u. Sp.; Ggstz von ὕπνος, Arist. de sens. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγρήγορσις, ἡ, das Wachsein, die Munterkeit, Hippocr. u. Sp.; Ggstz von ὕπνος, Arist. de sens. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγρήγορσις — waking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγρηγόρσει — ἐγρήγορσις waking fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐγρηγόρσεϊ , ἐγρήγορσις waking fem dat sg (epic) ἐγρήγορσις waking fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγρηγόρσεις — ἐγρήγορσις waking fem nom/voc pl (attic epic) ἐγρήγορσις waking fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγρηγόρσεσι — ἐγρήγορσις waking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγρηγόρσεσιν — ἐγρήγορσις waking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγρηγόρσιος — ἐγρήγορσις waking fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐγρηγόρσιος keeping awake masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγρήγορσιν — ἐγρήγορσις waking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγρήγορση — η (AM ἐγρήγορσις) η κατάσταση τού άγρυπνου, το να είναι κανείς ξύπνιος μσν. νεοελλ. το να έχει κανείς ακμαίες τις πνευματικές του δυνάμεις νεοελλ. προσοχή … Dictionary of Greek
ἐγρηγόρσεων — ἐγρηγόρσεω̆ν , ἐγρήγορσις waking fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγρηγόρσεως — ἐγρηγόρσεω̆ς , ἐγρήγορσις waking fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ger-4, grēi- — ger 4, grēi English meaning: to grow; to awake Deutsche Übersetzung: “wachsen, wecken” Material: O.Ind. járate “awakened”, jü gar ti “ wakes”, perf. jü gü ra, participle jü gṛ váṁs “alert, awake, smart, keen, eager”, jü gr̥ … Proto-Indo-European etymological dictionary