- ἐερμένος
ἐερμένος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐερμένος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… … Dictionary of Greek
ser-4 — ser 4 English meaning: to put together, bind together Deutsche Übersetzung: “aneinander reihen, knũpfen” Material: O.Ind. sarat , sarit “ filament “ (uncovered), perhaps saṭü “lichen, Mähne, bristle”; Gk. εἴρω (*seri̯ō) “reihe… … Proto-Indo-European etymological dictionary