- ἐγρε-κύδοιμος
ἐγρε-κύδοιμος, Pallas, Kriegslärm erregend, Hes. Th. 925 u. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐγρε-κύδοιμος, Pallas, Kriegslärm erregend, Hes. Th. 925 u. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυκτεγερτώ — νυκτεγερτῶ και νυκτηγρετῶ, έω (Α) είμαι φρουρός και αγρυπνώ κατά τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐγερτῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. *νυκτεγέρτης (< νύξ, νυκτός + ἐγείρω «ξαγρυπνώ»). Ο τ. νυκτηγρετῶ < νύξ, νυκτός + θ. εγρε… … Dictionary of Greek