- ἐερσήεις
ἐερσήεις, ep. = ἔρση, ἐρσήεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐερσήεις, ep. = ἔρση, ἐρσήεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐερσήεις — ἑρσήεις dewy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερσήεις — ἑρσήεις, εσσα, εν και επικ. τ. ἐερσήεις, εσσα, εν και δωρ. ἑρσάεις, εσσα, εν (Α) [έρση] 1. δροσερός, ολόδρομος («ἑρσήεις λειμών») 2. (για πτώμα) αυτός που μόλις πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί ακόμη σήψη, ο νωπός, ο πρόσφατος … Dictionary of Greek