πετρίδιον

πετρίδιον

πετρίδιον, τό, dim. von πέτρα, kleiner Fels; Arist. H. A. 5, 15; Ath. VII, 323 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πετρίδιον — τὸ, Α [πέτρα] μικρή πέτρα …   Dictionary of Greek

  • πετριδίοις — πετρίδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετριδίου — πετρίδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετριδίων — πετρίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετριδίῳ — πετρίδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρίδια — πετρίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”