- ἐκ-πῡτίζω
ἐκ-πῡτίζω, ausspucken, Alexis bei Ath. III, 124 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-πῡτίζω, ausspucken, Alexis bei Ath. III, 124 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυτίζω — spit frequently pres subj act 1st sg πυτίζω spit frequently pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυτίζω — Α φτύνω συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται μόνο από το Μέγα Ετυμολογικόν και έχει σχηματιστεί πιθ. με ανομοίωση < αμάρτυρο τ. *πτυτίζω < πτύω] … Dictionary of Greek
πυτίσῃ — πυτίζω spit frequently aor subj mid 2nd sg πυτίζω spit frequently aor subj act 3rd sg πυτίζω spit frequently fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύτιζε — πυτίζω spit frequently pres imperat act 2nd sg πυτίζω spit frequently imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυτίζειν — πυτίζω spit frequently pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπύτισεν — πυτίζω spit frequently aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπυτίζω — ἀναπυτίζω (Α) αναβλύζω, αναδίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πυτίζω «φτύνω νερό». ΠΑΡ. αναπυτισμός] … Dictionary of Greek
αποπυτίζω — ἀποπυτίζω (Α) [πυτίζω] αποπτύω, φτύνω … Dictionary of Greek
καταπυτίζω — (Α) εξακοντίζω υγρό προς τα κάτω από δοχείο ή από σκεύος με στενό άνοιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυτίζω* «φτύνω συχνά»] … Dictionary of Greek
πύτισμα — ίσματος, τὸ, Α [πυτίζω] πτύσμα, φτύσμα … Dictionary of Greek
πυτιῶν — πυτία curdled milk obtained from an animal s stomach fem gen pl πυτίζω spit frequently fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)