- ἐκ-πήδημα
ἐκ-πήδημα, τό, das Herausspringen, Aesch. Ag. 1349.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-πήδημα, τό, das Herausspringen, Aesch. Ag. 1349.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πήδημα — leap neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήδημα — το, ΝΜΑ [πηδώ] 1. το να πηδάει κάποιος ή η απόσταση που καλύπτει με την κίνησή του, το άλμα 2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» αν μπορείς απόδειξε έμπρακτα τους κομπασμούς σου νεοελλ. η συνουσία, η όχευση αρχ. 1. αναπήδηση, ανασκίρτηση 2.… … Dictionary of Greek
πήδημα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πηδώ, άλμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πήδημ' — πήδημα , πήδημα leap neut nom/voc/acc sg πήδημι , πηδάω leap pres ind act 1st sg πήδημαι , πηδάω leap pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδημάτων — πήδημα leap neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδήμασι — πήδημα leap neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδήμασιν — πήδημα leap neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδήματα — πήδημα leap neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδήματι — πήδημα leap neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδήματος — πήδημα leap neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης … Deutsch Wikipedia