- ἐκ-πλήγδην
ἐκ-πλήγδην, schrecklich, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-πλήγδην, schrecklich, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παμπλήγδην — (Α) επίρρ. (στο λεξ. Σούδα) επιτεταμένος τ. τού ἐμπλήγδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. πληγ τού πλήττω* + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. εμ πλήγδην)] … Dictionary of Greek