- ἐκ-πλίσσω
ἐκ-πλίσσω, auseinanderfalten, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-πλίσσω, auseinanderfalten, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλίσσω — και πλίσσομαι Α (το ενεργ και κυρίως το μέσ.) 1. βηματίζω διπλώνοντας το ένα σκέλος μετά το άλλο 2. (στον Όμ.) (για ημιόνους) βηματίζω γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Έχει προταθεί η σύνδεση τού ρ. με τύπους όπως: αρχ. ιρλδ. sliassait… … Dictionary of Greek
αμφιπλίσσω — ἀμφιπλίσσω (Α) ανοίγω τα σκέλη, βαδίζω με δρασκελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλίσσω βλ. πλίσσομαι] … Dictionary of Greek
πλίξ — ιχός, ἡ, Α 1. (δωρ. τ.) βήμα 2. η πύλεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλιχ ς < θ. πλιχ τού πλίσσω «βηματίζω») … Dictionary of Greek
πλίξις — εως, ἡ, Α 1. άνοιγμα τών ποδιών προς βάδισμα, βήμα 2. τάνυσμα, τέντωμα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως μέτρο μεγέθους) το άνοιγμα τού χεριού, η σπιθαμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιξ τού πλίσσω/πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. πλίξ, αόρ. ἀπ ε πλίξ ατο) + κατάλ.… … Dictionary of Greek