ἐκ-πληρωτής

ἐκ-πληρωτής

ἐκ-πληρωτής, , der Erfüllende, D. Cass. 38, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πληρωτής — one who completes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτής — ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και πλερωτής Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. αυτός που παρέχει χρηματικό ποσό για αγορά 2. αυτός που καταβάλλει ένα ποσό για την εξόφληση οφειλής, είτε είναι ο ίδιος οφειλέτης είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πληρωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που πληρώνει: Εγγυητής και πληρωτής (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πληρωταῖς — πληρωτής one who completes masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωταί — πληρωτής one who completes masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτοῦ — πληρωτής one who completes masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτῇ — πληρωτής one who completes masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτήν — πληρωτής one who completes masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωτάς — πληρωτά̱ς , πληρωτής one who completes masc acc pl πληρωτά̱ς , πληρωτής one who completes masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

  • πλερωτής — ο, Ν βλ. πληρωτής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”