- ἐκ-πλαγής
ἐκ-πλαγής, ές, = ἔκπληκτος, erschreckt, bestürzt; Pol. 1, 76, 7; Strab. 4, 4, 5 u. a. Sp. – Adv. ἐκπλαγῶς, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-πλαγής, ές, = ἔκπληκτος, erschreckt, bestürzt; Pol. 1, 76, 7; Strab. 4, 4, 5 u. a. Sp. – Adv. ἐκπλαγῶς, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατοπλαγής — κρατοπλαγής, ές (Α) αυτός που χτυπήθηκε στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ) «κεφάλι» + πλαγής (< θ. πλαγ , πρβλ. ἐ πλάγ ην, παθ. αόρ. β τού πλήσσω), πρβλ. εκ πλαγής, κατα πλαγής] … Dictionary of Greek
Плагис, Яннис — Яннис Плагис греч. Γιάννης Αγοραστός Πλαγής … Википедия
καταπλαγής — καταπλαγής, ές (Α) αυτός που έχει ή που έπαθε κατάπληξη, κατάπληκτος, περιδεής, κατατρομαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλαγής (< πλήσσω, πρβλ. αόρ. β ἐ πλάγ ην), πρβλ. εκ πλαγής] … Dictionary of Greek