ἐκ-πνίγω

ἐκ-πνίγω

ἐκ-πνίγω, ganz ersticken, Theophr., l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πνίγω — πνίγω, έπνιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… …   Dictionary of Greek

  • πνίγω — πνί̱γω , πνίγω choke pres subj act 1st sg πνί̱γω , πνίγω choke pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνίγω — έπνιξα, πνίχτηκα, πνιγμένος 1. προκαλώ πνιγμό, θανατώνω με στραγγαλισμό ή με βύθιση στο νερό ή με παροχή δηλητηριασμένου αέρα ή με φράξιμο του αναπνευστικού σωλήνα: Έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. – Του έσφιξε το λαιμό και τον έπνιξε. 2. προκαλώ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πνῖγον — πνίγω choke pres part act masc voc sg πνίγω choke pres part act neut nom/voc/acc sg πνίγω choke imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πνίγω choke imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνῖξον — πνίγω choke aor imperat act 2nd sg πνίγω choke fut part act masc voc sg πνίγω choke fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγέντα — πνίγω choke aor part pass neut nom/voc/acc pl πνίγω choke aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγέντων — πνίγω choke aor part pass masc/neut gen pl πνίγω choke aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνῖγε — πνίγω choke pres imperat act 2nd sg πνίγω choke imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνῖξαι — πνίγω choke aor imperat mid 2nd sg πνίγω choke aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνῖξαν — πνίγω choke aor part act neut nom/voc/acc sg πνίγω choke aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”