ἐκ-παιφάσσω

ἐκ-παιφάσσω

ἐκ-παιφάσσω, wüthend zum Kampfe hervorrennen, Il. 5, 803.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παιφάσσω — dart pres subj act 1st sg παιφάσσω dart pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιφάσσω — (Α) 1. κινούμαι ορμητικά, τινάσσομαι 2. σείομαι 3. κινώ κάτι βίαια, σείω. [ΕΤΥΜΟΛ. P., αμφβλ. σημ. και ετυμολ., με επιτατ. διπλασιασμό (πρβλ. μαι μάω). Σύμφωνα με τις περισσότερες μαρτυρίες το ρ. έχει τη σημ. «κινούμαι ορμητικά». Ωστόσο, από ένα… …   Dictionary of Greek

  • παιφάσσοντα — παιφάσσω dart pres part act neut nom/voc/acc pl παιφάσσω dart pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιφάσσουσι — παιφάσσω dart pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παιφάσσω dart pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίφασσε — παιφάσσω dart pres imperat act 2nd sg παιφάσσω dart imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιφάσσειν — παιφάσσω dart pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιφάσσοντες — παιφάσσω dart pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιφάσσουσα — παιφάσσω dart pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιφάσσουσαν — παιφάσσω dart pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλοφάσσω — ἀλλοφάσω (Α) παραπαίω, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνική λ., αβέβαιης ετυμολογίας. Το ά συνθετικό της συνδέεται με τη λ. ἇλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. τής λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων» πρβλ. και ἀλλό φρων). Για το β συνθετικό πρβλ. λ. παιφάσσω «ορμώ …   Dictionary of Greek

  • περιπαιφάσσω — Α ρίχνω άγρια βλέμματα τριγύρω («παρδάλιες λιμῷ περιπαιφάσσοντες», Κόιντ). [ΕΤΥΜΟΛ. <περι * + παιφάσσω «εφορμώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”