- ἐκ-πειράζω
ἐκ-πειράζω, = Folgdm, N. T, z. B. Ev. Luc. 4, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-πειράζω, = Folgdm, N. T, z. B. Ev. Luc. 4, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πειράζω — make proof pres subj act 1st sg πειράζω make proof pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειράζω — πειράζω, πείραξα βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. πειράζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… … Dictionary of Greek
πειράζω — πείραξα, πειράχτηκα, πειραγμένος 1. μτβ., ενοχλώ κάποιον με λόγια ή έργα, θυμώνω, ερεθίζω, παρενοχλώ: Δεν πρέπει να πειράζουμε αυτούς που ενοχλούνται. 2. κάνω ή λέω αστεία σε κάποιον: Αυτός πειράζει όλους τους φίλους του. 3. βλάπτω, προσβάλλω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πειράζετε — πειράζω make proof pres imperat act 2nd pl πειράζω make proof pres ind act 2nd pl πειράζω make proof imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειράζῃ — πειράζω make proof pres subj mp 2nd sg πειράζω make proof pres ind mp 2nd sg πειράζω make proof pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραζομένων — πειράζω make proof pres part mp fem gen pl πειράζω make proof pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραζόμεθα — πειράζω make proof pres ind mp 1st pl πειράζω make proof imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραζόμενον — πειράζω make proof pres part mp masc acc sg πειράζω make proof pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραζόντων — πειράζω make proof pres part act masc/neut gen pl πειράζω make proof pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρασθησόμενον — πειράζω make proof fut part pass masc acc sg πειράζω make proof fut part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)