- πετρηδόν
πετρηδόν, felsenartig, steinartig, Sp., wie Luc. Tim. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετρηδόν, felsenartig, steinartig, Sp., wie Luc. Tim. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετρηδόν — like stones indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρηδόν — Α επίρρ. όπως οι πέτρες («ἡ χιὼν σωρηδὸν καὶ ἡ χάλαζα πετρηδὸν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. λ < πέτρα + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. νεφελ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
κοσκινηδόν — (ΑM) επίρρ. με τον τρόπο που κοσκινίζει κάποιος («οἱ σεισμοὶ δὲ κοσκινηδὸν καὶ ἡ χιὼν σωρηδὸν καὶ ἡ χάλαζα πετρηδόν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. βαθμ ηδόν, σωρ ηδόν)] … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek