- ἐκ-περι-πλώω
ἐκ-περι-πλώω, ion., dasselbe, Arr. Ind. 20, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-περι-πλώω, ion., dasselbe, Arr. Ind. 20, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρώομαι — Α (επικ.τ.) (αποθ.) 1. (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με ταχύτητα, με ορμή, σπεύδω, εφορμώ («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», Ομ. Οδ.) 2. (για χορευτές) εκτελώ γρήγορες κινήσεις 3. (για μαλλιά) κυματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek