ἐκ-παφλασμός

ἐκ-παφλασμός

ἐκ-παφλασμός, , das Aufspringen u. prasselnde Zerplatzen der Blasen beim Kochen, Arist. Probl. 24, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παφλασμός — ο, ΝΜ [παφλάζω] 1. το πάφλασμα 2. ιατρ. το απτικό και ακουστικό αίσθημα που προκαλείται μέσα στην κοιλότητα τών σπλάγχνων από τη συγκέντρωση υγρών («παφλασμός τού στομάχου») …   Dictionary of Greek

  • παφλασμός — ο ο θόρυβος, ο ήχος του ορμητικού ποταμού ή του κύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάβρασμα — το [αναβράζω] 1. βρασμός, βράση 2. ερεθισμός, έξαψη 3. ο παφλασμός που προέρχεται από την πτώση αντικειμένου σε υγρή επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …   Dictionary of Greek

  • πάφλασμα — το, ΝΑ [παφλάζω] ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός νεοελλ. 1. ο θόρυβος τού νερού που τρέχει ορμητικά 2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός αρχ. στον πληθ. τὰ παφλάσματα οι κομπασμοί,… …   Dictionary of Greek

  • φλοίσβος — ο / φλοῑσβος, ΝΑ ελαφρός ήχος που παράγεται όταν μικρά κύματα χτυπούν στην ακτή νεοελλ. (γενικά) ελαφρός παφλασμός κινούμενου νερού («ο φλοίσβος τού ρυακιού») αρχ. 1. τάραχος, θόρυβος 2. συγκεχυμένος θόρυβος κινούμενου όγκου και, κυρίως, πλήθους… …   Dictionary of Greek

  • φύσημα — το, ΝΜΑ [φυσῶ] 1. το να φυσάει κάποιος, να βγάζει ρεύμα αέρα από το στόμα ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό φύσημα τής μύτης» β. «στέρνων δ ἄπο φύσημ ἀνεὶς δύσθνητον», Ευρ.) 2. το ρεύμα, η πνοή τού ανέμου (α. «το φύσημα δυνάμωσε μόλις στρίψαμε» β.… …   Dictionary of Greek

  • ώρυγμα — ύγματος, τὸ, Α 1. ωρυγή 2. μτφ. ο άγριος παφλασμός τών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση γ (πρβλ, ἐρεύ γ ομαι [II], ὀρυμαγδός)] …   Dictionary of Greek

  • πάφλασμα — το βλ. παφλασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλοίσβος — ο 1. ο θόρυβος της φουσκοθαλασσιάς. 2. ο ήχος που κάνει το κύμα όταν χτυπάει στην ακτή. 3. ελαφρός παφλασμός νερού που κινείται: Ο φλοίσβος του ρυακιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”