- ἐκ-πόρευμα
ἐκ-πόρευμα, τό, = Folgdm, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-πόρευμα, τό, = Folgdm, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόρευμα — neut nom/voc/acc sg πορευμα place in which one walks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρευμα — τὸ, Α [πορεύω] 1. ο τόπος όπου πορεύεται κάποιος 2. το μέσο μεταφοράς … Dictionary of Greek
πορεύμασιν — πόρευμα neut dat pl πορευμα place in which one walks neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)