ευπρεπής — ές (ΑΜ εὐπρεπής, ές) 1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος 2. ευγενικός, κόσμιος μσν. μεγαλοπρεπής, λαμπρός αρχ. 1. ένδοξος, επιφανής 2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ηγεμονοπρεπής — ές αυτός που αρμόζει σε ηγεμόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, όνος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, ευ πρεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
θεοπρεπής — ές (AM θεοπρεπής, ές) 1. αυτός που αρμόζει σε θεό, ο θεϊκός 2. θαυμάσιος, θαυμαστός («θέαμα σεμνὸν καὶ θεοπρεπές», Πλούτ.) επίρρ... θεοπρεπώς (AM θεοπρεπῶς) με θεοπρεπή τρόπο, με τρόπο που ταιριάζει σε θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρεπής (<… … Dictionary of Greek
θηλυπρεπής — ές (Α θηλυπρεπής, ές) αυτός που αρμόζει στις γυναίκες νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που συμπεριφέρεται σαν γυναίκα 2. μαλθακός, τρυφηλός 3. άτολμος, δειλός αρχ. 1. γυναικείος 2. φρ. «θηλυπρεπής θεότης» η διχόνοια. επίρρ... θηλυπρεπώς με τρόπο… … Dictionary of Greek
θηριοπρεπής — ές (Α θηριοπρεπής, ές) αυτός που αρμόζει σε θηρίο. επίρρ... θηριοπρεπῶς (Α) με θηριοπρεπή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πρεπής (< πρέπω «φαίνομαι, ομοιάζω»), πρβλ. αξιο πρεπής, μεγαλο πρεπής] … Dictionary of Greek
ιεροπρεπής — ές (ΑΜ ἱεροπρεπής, ές) 1. αυτός που αρμόζει σε ιερό πρόσωπο ή σε ιερή τελετή 2. (για πρόσ.) σεβάσμιος, αξιοσέβαστος. επίρρ... ιεροπρεπώς (Α ἱεροπρεπῶς) με ιεροπρεπή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, μεγάλο… … Dictionary of Greek
καινοπρεπής — ές (Α καινοπρεπής, ές) αυτός που έχει νέα ή ασυνήθιστη εμφάνιση («καινοπρεπή σχήματα») αρχ. 1. (για πρόσ., όπως για κατηγορία κατά τού Φιλίππου) αυτός που μοιάζει με αρχάριο, ο αδέξιος («καινοπρεπέστερος ἑαυτοῡ ὑπὸ ὀψιμαθείας», Πλούτ.) 2. το ουδ … Dictionary of Greek
καλλιπρεπής — καλλιπρεπής, ές (Α) αυτός που διαπρέπει με την ωραιότητά του, ο έξοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, ευ πρεπής] … Dictionary of Greek
κοινοπρεπής — κοινοπρεπής, ές (Μ) αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με κάτι άλλο, κυρίως στη θεία και ανθρώπινη φύση τού Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῡ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.). επίρρ... κοινοπρεπῶς (Α) με τρόπο που αρμόζει και στη… … Dictionary of Greek
κομψοπρεπής — ές (Α κομψοπρεπής, ές) ο κομψός στους τρόπους και στην εμφάνιση. επίρρ... κομψοπρεπώς κομψά, με κομψότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, αρχαιο πρεπής] … Dictionary of Greek
κοσμοπρεπής — κοσμοπρεπής, ές (Α) αυτός που αρμόζει στο σύμπαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. γυναικο πρεπής, δουλο πρεπής] … Dictionary of Greek