- πετρο-φυής
πετρο-φυής, ές, an Felsen, Steinen wachsend, daran haftend; πολύπους, Phocyl. 44; τὸ πετροφυές, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετρο-φυής, ές, an Felsen, Steinen wachsend, daran haftend; πολύπους, Phocyl. 44; τὸ πετροφυές, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλευροφυής — ές, Μ (για την Εύα) αυτή που γεννήθηκε από την πλευρά τού Αδάμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. γυναικο φυής, πετρο φυής] … Dictionary of Greek
στεφανοφυής — ές, Ν βοτ. (για στήμονα) αυτός που φύεται από τη στεφάνη τού άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεφάνη + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. πετρο φυής] … Dictionary of Greek