ἐμύς

ἐμύς

ἐμύς od. ἑμύς, ύδος, ἡ, Wasser- oder Sumpfschildkröte, Arist. H. A. 2, 15. 5, 33 u. öfter, mit schwankender Schreibung.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εμύς — (emys). Γένος αμφίβιων ερπετών της οικογένειας των εμυδιδών, που περιλαμβάνει τις αποκαλούμενες χελώνες των γλυκών νερών ή νερoχελώνες. Κυριότερα είδη είναι η ε. η λεπρώδης, που ζει στο Αλγέρι και στο Μαρόκο, και η ε. η ιλυόβιος, γνωστή με την… …   Dictionary of Greek

  • Tortue peinte — Tortue peinte …   Wikipédia en Français

  • Cyclemys — This article is about the genus collectively known as Asian leaf turtles . For the particular species known as the Asian leaf turtle , see Cyclemys dentata. Asian leaf turtles A young Cyclemys dentata from Java, Indonesia …   Wikipedia

  • emídido — (Del gr. emys, galápago.) ► adjetivo/ sustantivo masculino ZOOLOGÍA Perteneciente a una familia de reptiles quelonios que viven en agua dulce, con cabeza y extremidades retráctiles, y dedos unidos por una membrana, como el galápago. * * * emídido …   Enciclopedia Universal

  • emidosaurio — emidosaurio. (Del gr. ἐμύς, ύδος, tortuga de agua dulce, y σαῦρος, lagarto). adj. Zool. Se dice de los reptiles que se asemejan mucho por su aspecto a los saurios, de los cuales se distinguen por su mayor tamaño, por estar cubierto su dorso por… …   Enciclopedia Universal

  • Расписная черепаха — Научная классификация …   Википедия

  • κλέμμυς — ο (Α κλεμμύς, ύος, ἡ) νεοελλ. ζωολ. γένος μικρών χερσόβιων ημιϋδρόβιων χελωνών τής οικογένειας emydidae αρχ. χελώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. kūrma «χελώνα» απλή εικασία. Η λ. αντιστοιχεί σε έναν αμάρτυρο τ. *κλωμός,… …   Dictionary of Greek

  • νεροχελώνα — Ερπετό της οικογένειας των Eμυδιδών. Βλ. λ. εμύς. * * * η κοινή ονομασία για όλες τις χελώνες τών γλυκών νερών και ιδίως τού είδους Emys orbicularis, που είναι γνωστό στη χώρας μας και ως βαλτοχελώνα …   Dictionary of Greek

  • οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… …   Dictionary of Greek

  • χρυσέμυς — η, Ν ζωολ. γένος χελωνών τού γλυκού νερού τού Νέου Κόσμου, που ανήκουν στην οικογένεια emydidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chrysemys < χρυσός (Ι) + εμύς «χελώνα τών γλυκών νερών»] …   Dictionary of Greek

  • ψευδέμυς — υδος, η, Ν ζωολ. γένος νεροχελωνών τής οικογένειας εμυδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. pseudemys (< ψευδ[ο] * + ἐμύς «χελώνα τών γλυκών νερών»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”