- ἐν-ύπνιος
ἐν-ύπνιος, im Schlafe, im Traume erscheinend; φαντάσματα Aesch. Spt. 699; ἐνύπνιος ἦλϑε Artemon. 2 (VII, 124). Die Alten erkl. das homerische ἐνύπνιον durch ἐνυπνίως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ύπνιος, im Schlafe, im Traume erscheinend; φαντάσματα Aesch. Spt. 699; ἐνύπνιος ἦλϑε Artemon. 2 (VII, 124). Die Alten erkl. das homerische ἐνύπνιον durch ἐνυπνίως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εφύπνιος — ἐφύπνιος, ον (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοιμισμένο ή στον νεκρό, νεκρικός, επιτάφιος, επικήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ύπνιος (< ὕπνος), πρβλ. ευ ύπνιος, καθ ύπνιος] … Dictionary of Greek
καθύπνιος — καθύπνιος, ον (Α) αυτός που συμβαίνει στον ύπνο, απατηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ύπνιος (< ὕπνος), πρβλ. εν ύπνιος] … Dictionary of Greek