- ἐξ-όμ-ῑλος
ἐξ-όμ-ῑλος, außer Verkehr, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε ἡ βάσις Soph. Trach. 960, fern von den Anderen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-όμ-ῑλος, außer Verkehr, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε ἡ βάσις Soph. Trach. 960, fern von den Anderen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἴλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἶλος — Ἶ̱λος , Ἶλος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρδανου και της κόρης του Τεύκρου, Βάτειας. Όταν πέθανε o πατέρας του, βασίλεψε στη Δαρδανία και άφησε τον θρόνο στον αδελφό του Εριχθόνιο, γιατί δεν είχε παιδιά. 2. Ιδρυτής και επώνυμος ήρωας του Ιλίου,… … Dictionary of Greek
Ἴλοιο — Ἴλος masc gen sg (epic) Ἴ̱λοιο , Ἶλος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴλου — Ἴλος masc gen sg Ἴ̱λου , Ἶλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴλως — Ἴλος masc acc pl (doric) Ἴ̱λως , Ἶλος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴλῳ — Ἴλος masc dat sg Ἴ̱λῳ , Ἶλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴλον — Ἴλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίλος — ὁ, Α άγνωστο είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. πτηνού, η οποία εμφανίζει επίθημα ίλος, όπως και άλλα ον. πτηνών (πρβλ. ὀρχ ίλος, σποργ ίλος, τροχ ίλος). Κατά μία άποψη, η λ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *bher (e)g «γαβγίζω,… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
πυρρούλας — ο, ΝΑ, και πύρρουλας Ν ζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία τεσσάρων ειδών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας fringillidae, δύο από τα οποία απαντούν στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυρρούλας σχηματίστηκε < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» (πρβλ. πύρρα) με … Dictionary of Greek